Μυκητιάσεις – Μυκητίαση ψιλού δέρματος, δακτυλιοειδής

ICD-10: B35

Ορισμός

Δακτυλιοειδής μυκητιασική λοίμωξη του δέρματος.

 

Αιτία

Κερατινόφιλα δερματόφυτα.

Στην πράξη η μόλυνση μεταδίδεται πάντα από κάποιο ζώο (ζωόφιλα).

Τα ζώα συνήθως είναι ασυμπτωματικά.

Στην ύπαιθρο η μετάδοση συνήθως συμβαίνει από βοοειδή.

Προκαλεί βαθιές διαπυήσεις κάτω από τη γενειάδα και στα αντιβράχια σε γεωργούς.

 

Στο περιβάλλον της πόλης η μετάδοση στα παιδιά συμβαίνει συνήθως από ινδικό χοιρίδιο (δακτυλιοειδείς βλάβες σε λαιμό/ στήθος) και από γάτα (απολέπιση και τριχόπτωση στο τριχωτό της κεφαλής, πολλαπλές δυκτυλιοειδείς βλάβες στο σώμα).

Η μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι ασυνήθιστη. Εξαίρεση αποτελούν οι παλαιστές!

 

Συμπτώματα

Μικρές, δακτυλιοειδείς βλάβες με τραχιά επιφάνεια, απολέπιση, ομόκεντρες. Δυσχερής αυτόματη επούλωση.

 

Διαφορική διάγνωση

Ατοπικό έκζεμα, ερύθρασμα, ροδόχρους πιτυρίαση, νομισμοτοειδές έκζεμα, ψωρίαση.

Ερυθρές κηλίδες με δακτυλιοειδές σχήμα στον κορμό χωρίς συμμετοχή της επιδερμίδας δεν είναι μυκητίαση, αλλά κάποιο άλλο δερματικό νόσημα.

Η ροδόχρους πιτυρίαση προκαλεί μία δακτυλιοειδή περίμετρο με λέπια και παρουσιάζει μία υποτροπιάζουσα, ταχύτερη εξέλιξη με μεγαλύτερη επέκταση.

Το σμηγματορροϊκό έκζεμα μπορεί ορισμένες φορές να σχηματίζει ελαφρώς ερυθρές δακτυλιοειδείς κηλίδες στην επιφάνεια του στήθους και της ράχης.

 

Διερεύνηση

Κλινική διάγνωση.

Ενδεχομένως λήψη καλλιέργειας από τις επάνω στοιβάδες της επιφάνειας του δέρματος με τις βλάβες διαμέσου απόξεσης με αιχμηρό νυστέρι, η λεπίδα πρέπει να κρατιέται με γωνία 90 μοιρών σε σχέση με το δέρμα.

Το καλύτερο δείγμα λαμβάνεται από τις περιμετρικές ζώνες.

Για απευθείας μικροσκόπηση τοποθετείται υδροξείδιο του καλίου 20% πάνω σε μία αντικειμενοφόρο πλάκα.

Μετά από 20-30 λεπτά επέρχεται λύση της κερατίνης και το δείγμα μπορεί να εξεταστεί στο μικροσκόπιο, όπου γίνονται ορατά τα νημάτια των μυκήτων.

 

Σε εκτεταμένες βλάβες γίνεται παραπομπή σε δερματολογική κλινική ή δερματολόγο.

 

Ζώα, τα οποία θεωρούνται ως πηγή της μόλυνσης, πρέπει να εξεταστούν από κτηνίατρο.

 

Θεραπεία

Σε ήπιες βλάβες τοπική θεραπεία με σκευάσματα τερβιναφίνης ή ιμιδαζόλης.

Σε εκτεταμένες και/ή διεισδυτικές βλάβες συστηματική θεραπεία με τερβιναφίνη 250 mg από 2 ως 4 εβδομάδες ή ιτρακοναζόλη 100 mg/ημέρα για 2 εβδομάδες.

Σε ανάγκη θεραπείας από το στόμα σε παιδιά χορηγείται γκριζεοφουλβίνη (με ειδική άδεια και αυτό συμβαίνει) διαμέσου δερματολογικής κλινικής.

 

Φαρμακευτική αγωγή

 

Ιμιδαζόλη (μικοναζόλη).

Ιτρακοναζόλη.

Τερβιναφίνη.

Φλουκοναζόλη.

 
Τελευταία ενημέρωση: Σεπτέμβριος 2019