Ρευματική πολυμυαλγία, ΡΠΜ, ‘’Μυϊκός ρευματισμός’’

ICD-10: Μ35.3

Ορισμός

Δεν υπάρχει πλήρης ομοφωνία, όσο αφορά τα διαγνωστικά κριτήρια. Ονομάζεται επίσης και ‘’φλεγμονώδης μυϊκός ρευματισμός’’.

 

Αιτία

Άγνωστη. Πιθανόν ανοσολογική αντίδραση.

Οι γυναίκες προσβάλλονται τρεις φορές συχνότερα από τους άντρες.

 

Συμπτώματα

Σχετικά γρήγορη νόσηση με συμμετρική δυσκαμψία και πόνο στις κοντινές αρθρώσεις, της ωμοπλάτης, της πυέλου, των πάνω άκρων, του μηρού, συνήθως με αμφοτερόπλευρη  θυλακίτιδα ωμοπλάτης, πρωινή δυσκαμψία, ενώ δεν είναι ασυνήθιστα και γενικά συμπτώματα, όπως κόπωση, απίσχνανση, ανορεξία, υποπυρεξία.

Η νόσηση πριν από την ηλικία των 60 ετών είναι σπάνια.

 

Συχνά θεωρείται ότι ένας ασθενής με ΡΠΜ:

 

– Θα είναι μεγαλύτερος των 50 ετών.

 

– Θα εκδηλώνει > 1 μήνα πόνο/δυσκαμψία σε τουλάχιστον δύο από τρεις περιοχές (ώμους και βραχίονες, ισχία και μηρούς, τράχηλο και κορμό).

 

– Θα έχει ΤΚΕ≥ 40 χιλ. (συχνά τριψήφια). Μπορεί να είναι φυσιολογική στην έναρξη και μετά να αυξηθεί.

 

– Δε θα πάσχει από άλλη νόσο (εκτός από κροταφική αρτηρίτιδα).

 

– Θα παρουσιάζει σαφή ανακούφιση από τα συμπτώματα μέσα σε λίγες ημέρες μετά από τη θεραπεία με πρεδνιζολόνη σύμφωνα με τα παρακάτω.

 

Μπορεί να συνυπάρχει με κροταφική αρτηρίτιδα, που σχετίζεται στενά με τη ρευματική πολυμυαλγία.

 

Διαφορική διάγνωση

Από κροταφική αρτηρίτιδα (κεφαλαλγία και/ή οφθαλμικά συμπτώματα σε διαφορά με τη ΡΠΜ, βλέπε το υποκεφάλαιο Κροταφική αρτηρίτιδα),

από κακοήθεια (σκεφτείτε κυρίως το μυέλωμα, τον καρκίνο του πνεύμονα, το υπερνέφρωμα και τις μεταστάσεις από τον προστάτη ή τον καρκίνο του μαστού),

από την αυχενική μυαλγία,

την αυχεναλγία,

την οστεοαρθρίτιδα,

τη ΡΑ,

την πολυμυοσίτιδα,

το ΣΕΛ,

την ινομυαλγία,

τον υποθυρεοειδισμό,

τη νόσο Parkinson,

τις ηλεκτρολυτικές διαταραχές,

τη λοίμωξη, τ

ο διαβήτη,

την κατάθλιψη.

 

Αντικειμενική εξέταση

Τα ευρήματα της αντικειμενικής εξέτασης στο ιατρείο μπορεί να είναι φυσιολογικά, αλλά μπορεί επίσης να παρουσιάζει μία δυσκαμψία και ευαισθησία στους κοντινούς μυς (ωμοπλάτης, βραχίονα, ισχίου, μηρού), μερικές φορές υποπυρεξία.

 

Διερεύνηση

Κλινική διάγνωση.

Η ΤΚΕ μπορεί να είναι από ήπια μέχρι έντονα υψηλή, όπως και η CRP (παρακολουθείται).

Η κλινική εικόνα της ΡΠΜ με φυσιολογική ΤΚΕ, ελέγχεται με τη CRP-ορού (αντιδρά νωρίτερα).

 

Χαμηλή/ μειωμένη Hb εξαιτίας της φλεγμονής η ηλεκτροφόρηση-ορού παρουσιάζει σαφή δραστηριότητα, η ALP συχνά είναι αυξημένη, έλεγχος TSH, ηλεκτρολυτών, γλυκόζης-πλ. (ελέγχεται πριν από την έναρξη της θεραπευτικής χορήγησης κορτιζόνης), CPK.

Ίσως χρειαστεί λήψη κροταφικής βιοψίας.

 

Αν η διάγνωση είναι σωστή, παρατηρείται ταχεία ανακούφιση από τα συμπτώματα και μείωση της ΤΚΕ μετά από την έναρξη της θεραπείας με κορτιζόνη.

 

Θεραπεία

Στεροειδή από το στόμα.

Δεν υπάρχει ομοφωνία, όσο αφορά τη δόση του στεροειδούς.

 

Ένα σχήμα, που χρησιμοποιείται συχνά είναι:

Δόση έναρξης 30 mg πρεδνιζολόνης/ ημέρα (χορηγείται το πρωί) για 2 εβδομάδες, με το οποίο ο ασθενής γίνεται ασυμπτωματικός μετά από 4-5 ημέρες και οι CRP/ ΤΚΕ πέφτουν στα φυσιολογικά τους επίπεδα.

 

Σταδιακή μείωση της δόσης κατά 5 mg κάθε τρίτη εβδομάδα μέχρι τη δόση των 15 mg πρεδνιζολόνης/ ημέρα.

Συνέχιση μείωσης της δόσης κατά 2,5 mg/ μήνα, μέχρι να βρεθεί η χαμηλότερη δόση, με την οποία ο ασθενής είναι ασυμπτωματικός και με φυσιολογική ΤΚΕ.

 

Παρακολουθήστε την κλινική εικόνα, τη γλυκόζη-πλ. και τις ΤΚΕ/CRP.

Σε υποτροπή η δόση αυξάνεται πάλι μέχρι την τελευταία αποτελεσματική δόση.

 

Νέα προσπάθεια μείωσης της δόσης ξανά μετά από τρεις μήνες.

Η ακτινογραφία πνευμόνων πρέπει να διενεργείται πριν από την έναρξη της φαρμακευτικής αγωγής με κορτιζόνη με τη σκέψη στον κίνδυνο φυματίωσης.

Η ίδια η κορτιζόνη δε θεραπεύει την ασθένεια, απλώς διατηρεί τη φλεγμονή σε χαμηλά επίπεδα κατά τη διαδικασία της αυτόματης ανάρρωσης, η οποία κατά κανόνα διαρκεί 2-3 χρόνια.

 

Σκεφτείτε ότι συγχρόνως ο ασθενής χρειάζεται αγωγή προφύλαξης από την οστεοπόρωση και παρακολουθήστε τις τιμές της γλυκόζης κατά τη διάρκεια της αγωγής με κορτιζόνη.

(Βλέπε το υποκεφάλαιο Οστεοπόρωση στο κεφάλαιο των Ενδοκρινολογικών νοσημάτων.)

          

Φαρμακευτική αγωγή

 

Στεροειδές:

Πρεδνιζολόνη.

 
Τελευταία ενημέρωση: Σεπτέμβριος 2019