Βλέπε επίσης και το υποκεφάλαιο Χρόνιο μεταναστευτικό ερύθημα στο κεφάλαιο των δερματικών νοσημάτων καθώς και το υποκεφάλαιο Πυρετός από κρότωνα στο κεφάλαιο των νοσημάτων του αναπνευστικού.
Βακτηριδιακή λοίμωξη από σπειροχαίτη της ομάδας Borrelia burgdoferi sensu lato, που μεταφέρεται στον άνθρωπο από τους κρότωνες.
Οι πρωτοπαθείς λοιμώξεις συμβαίνουν κυρίως από τον Απρίλιο μέχρι το Δεκέμβριο.
Περίπου στο 1 από τα 100 τσιμπήματα του κρότωνα μεταφέρεται η μπορέλια, αλλά μόνο το 20% των κροτώνων φέρουν τη μπορέλια.
Ο κίνδυνος λοίμωξης είναι χαμηλός κατά το πρώτο 24ωρο, κατά το οποίο ο κρότωνας βρίσκεται στην επιφάνεια του δέρματος.
Όσο περισσότερος είναι ο χρόνος παραμονής του κρότωνα στο άτομο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος λοίμωξης.
Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από τους άντρες από λοίμωξη μπορέλια.
Προηγούμενη λοίμωξη δεν προφυλάσσει από νέα νόσηση.
Ερύθημα, μερικές φορές με ήπιο κνησμό, αλλά συχνότερα ασυμπτωματικό.
Υπεραισθησία – παραισθήσεις μπορεί να εκδηλωθούν στην προσβλημένη περιοχή.
Γενικά συμπτώματα, όπως κόπωση, πονοκέφαλος, μυαλγίες και πυρετός, παρουσιάζονται κυρίως σε σχέση με πολλαπλό ερύθημα και συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο εξέλιξης της νόσου, αν δε χορηγηθεί θεραπεία.
Ερύθημα, που αναπτύσσεται αργά, το οποίο κατά κανόνα εμφανίζεται 1-4 εβδομάδες μετά από το τσίμπημα του κρότωνα (έχει αναφερθεί χρόνος επώασης από 1-90 ημέρες).
Το ερύθημα βρίσκεται στο σημείο του τσιμπήματος του κρότωνα.
Ερύθημα μεγέθους μεγαλύτερου από 5 εκατοστά ερμηνεύεται ως μεταναστευτικό ερύθημα και χορηγείται φαρμακευτική αγωγή.
Μπορεί να εκδηλωθούν περιοχικές αδενίτιδες.
Το ερύθημα μπορεί να χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ή την απουσία κεντρικής περιοχής ύφεσης.
Αντίδραση από τσίμπημα (εκδηλώνεται αμέσως και δε χρειάζεται θεραπεία), αλλεργίες από επαφή, μυκητιασική λοίμωξη, ερυσίπελας, δακτυλιοειδές καλόηθες κοκκίωμα.
Κλινική διάγνωση.
Το αποτέλεσμα του ορολογικού ελέγχου είναι αβέβαιο και δεν έχει καμία θέση στη διαγνωστική διαδικασία του μεταναστευτικού ερυθήματος.
Τόσο στην οξεία, αλλά ακόμη και στη φάση ανάρρωσης μπορεί να παραμείνει αρνητικό.
Δεν υπάρχει καμία διαθέσιμη εξέταση αίματος, η οποία μπορεί με βεβαιότητα να τεκμηριώσει μία οξεία λοίμωξη από μπορέλια, ή με την οποία μπορεί γίνει διάκριση μεταξύ της οξείας και της λοίμωξης, που προηγήθηκε.
Σε ενδημικές περιοχές υπάρχει υψηλή δραστηριότητα στο παρασκήνιο με υψηλές τιμές αντισωμάτων σε υγιείς, κάτι το οποίο οδηγεί σε δυσχέρεια της ερμηνείας ενός θετικού αποτελέσματος της εξέτασης.
Μία θετική τιμή IgM στον ορό δεν επιτρέπει από μόνη της την έναρξη χορήγησης θεραπείας, αλλά συχνά εκφράζει την ύπαρξη μίας μη-ειδικής αντίδρασης.
Στις μισές περιπτώσεις του μεταναστευτικού ερυθήματος δεν παρουσιάζεται καμία ανάπτυξη αντισωμάτων.
Ο ορολογικός έλεγχος δεν μπορεί καθόλου να αξιοποιηθεί στον έλεγχο του θεραπευτικού αποτελέσματος.